Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Μονοπωλιακός ανταγωνισμός: Η σωστή στρατηγική ανάπτυξης για επιχειρήσεις που εδρεύουν ή δραστηριοποιούνται σε ένα ασταθές, ασθενές περιβάλλον




Η προσπάθεια της κάθε επιχείρησης να χαράξει τη στρατηγική της οφείλει να στηρίζεται σε κάποια σταθερά δεδομένα. Όσο μεγαλύτερη δε είναι η «κεφαλαιακή» επένδυση της (πάγια επενδυτικά και σταθερά κόστη), τόσο λιγότερο ασταθές πρέπει να είναι το «περιβάλλον» της


Όπως μας λέει σαφώς η Οικονομική θεωρεία, «Μία μεγάλη επένδυση σε ασταθές περιβάλλον, ιδίως σε συνθήκες που αλλάζουν ή γίνεται να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή εξαιτίας των νέων εμπορευμάτων και τεχνολογιών, μοιάζει με σκοποβολή εναντίον ενός στόχου, ο οποίος όχι μονάχα δεν διακρίνεται αλλά κινείται διαρκώς – και μάλιστα με ακανόνιστο τρόπο».

Τα δεδομένα αυτά αφορούν αφενός μεν τις επί μέρους αγορές που στοχεύει η επιχείρηση με τα προϊόντα της, αφετέρου την αγορά στην οποία παράγονται (χώρα, τόπος). Περαιτέρω, στις επί μέρους «αγορές διάθεσης», η επιχείρηση πρέπει να έχει διαφορετικές στρατηγικές και στόχους, ανάλογες με τα εκάστοτε επικρατούντα σε αυτές δεδομένα. Όσον αφορά τώρα την αγορά στην οποία παράγονται τα προϊόντα της, η στρατηγική της δεν πρέπει να στηρίζεται σε αναμονές και ευχολόγια αλλαγής των συνθηκών που επικρατούν, αλλά στα πραγματικά δεδομένα με προβλέψεις επιδείνωσης και όχι καλυτέρευσης τους. Καταυτόν τον τρόπο, ένα «εν δυνάμει» ασταθές περιβάλλον μετατρέπεται αυτόματα σε σταθερό (και επομένως «ικανό» για κεφαλαιακές επενδύσεις), αφού αυτό εμπεριέχεται ως έχει στη στρατηγική της επιχείρησης.   

                                            

Στην Ελλάδα είναι γνωστές οι συνθήκες που επικρατούν όσον αφορά τη μειωμένη παραγωγικότητα και επαγγελματική ηθική των εργαζομένων, τις μικρές καλλιέργειες, τα υψηλά λειτουργικά κόστη, τα μεγάλα κόστη παραγωγής, το κόστος της υπερμεγέθους γραφειοκρατίας, το κόστος κεφαλαίων και τόσα άλλα. Ο μοναδικός τρόπος για να ανταπεξέλθει μία επιχείρηση με το ασταθές, εν πολλοίς ασθενές αυτό «περιβάλλον» και να χαράξει μία επιτυχημένη στρατηγική δεν είναι να εύχεται ή να υπολογίζει στην αλλαγή του, αλλά να το θεωρήσει σαν δεδομένο και επομένως σταθερό.

Δυστυχώς, ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει σωστά μία επιχείρηση με δεδομένο αυτό το περιβάλλον είναι η αποφυγή του ανταγωνισμού και η δραστηριοποίηση της σε μονοπωλιακές συνθήκες. Επειδή όμως σήμερα τα κατεξοχήν μονοπώλια («οι κατ’ αποκλειστικότητα δηλαδή πωλητές που αντιμετωπίζουν ένα συγκεκριμένο σχήμα ζήτησης που σε γενικές γραμμές είναι ανεξάρτητο από τη δική τους δράση, όπως και από τη δράση άλλων επιχειρήσεων») περιορίζονται κυρίως στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (ακριβώς για αυτό το λόγο ειδικά αυτές οι επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα λόγο ιδιωτικοποίησης τους), η δραστηριοποίηση σε μονοπωλιακές συνθήκες προϋποθέτει εν πρώτοις τη δημιουργία «σχημάτων ζήτησης», τις ανάγκες των οποίων μπορούμε μόνο εμείς να καλύψουμε.

Ευτυχώς από την άλλη πλευρά και με βάση την Οικονομική θεωρεία, «ο τέλειος ανταγωνισμός δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Στην πράξη, όσον αφορά τα έτοιμα προϊόντα και τις υπηρεσίες του εμπορίου, ο κάθε παραγωγός ή έμπορος διαθέτει τη δική του μικρή αλλά πολύτιμη αγορά, την οποία προσπαθεί – όπως οφείλει – να αναπτύσσει και να διατηρεί με στρατηγικές τιμών, στρατηγικές ποιότητας – «διαφοροποίηση προϊόντος» - και διαφήμιση. Έτσι προκύπτει ένα εντελώς διαφορετικό υπόδειγμα αγοράς, που δεν εμφανίζει κανένα λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να συνεπάγεται τα αποτελέσματα του τέλειου ανταγωνισμού και που συμφωνεί πολύ περισσότερο με το σχήμα των μονοπωλίων. Σε αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε για μονοπωλιακό ανταγωνισμό».

Για παράδειγμα, εάν είμαστε μία Ελληνική επιχείρηση που δραστηριοποιείται εμπορικά στην εσωτερική αγορά, μία από τις δυνατότητες μας για να χαράξουμε μία επιτυχημένη στρατηγική είναι ένα πρόγραμμα προϊόντων που να διαθέτουμε κατ’ αποκλειστικότητα - για το οποίο όμως οφείλουμε να δημιουργήσουμε τη ζήτηση του (να το καταστήσουμε απαραίτητο για τους πελάτες μας).

Μία δεύτερη είναι η «αδρανοποίηση» των τιμών πώλησης προϊόντων με δεδομένη ζήτηση (υφισταμένων προϊόντων). Είναι γνωστό ότι, μέσω της μεταφοράς του «πεδίου ανταγωνισμού» στην ποιότητα και στην εξυπηρέτηση του πελάτη, ιδίως μέσα σε μία niche market, η μεταβλητότητα και η ισχύς των τιμών χάνει αμέσως την πρωτοκαθεδρία της. Μία τρίτη είναι η δραστηριοποίηση μας σε εξειδικευμένους τομείς που απαιτούν δεξιότητες, εμπειρίες και ικανότητες που μόνο εμείς διαθέτουμε.      

Αντίστοιχα και όσον αφορά τις εξαγωγές, μία «μονοπωλιακή» δυνατότητα των Ελληνικών επιχειρήσεων (μονοπωλιακός ανταγωνισμός μεταξύ τους) είναι η δραστηριοποίηση τους με προϊόντα που παράγονται αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα (φέτα, ούζο, γηγενείς ποικιλίες κρασιών) ή έχουν «φύσει και θέσει» σημαντικότατα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα (ελαιόλαδο). 

Μία δεύτερη είναι οι εξαγωγές αυτών και των λοιπών ελληνικών προϊόντων μόνο σε υφιστάμενες niche market, όπως τα Ελληνικά εστιατόρια στο εξωτερικό. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται φυσικά η σοβαρή ενασχόληση των επιχειρήσεων που εξάγουν με τους συγκεκριμένους αποδέκτες (πελάτες και πελάτες των πελατών τους), έτσι ώστε να αυξάνονται οι μελλοντικές προοπτικές τους (δημιουργία ζήτησης μονοπωλιακού χαρακτήρα).

Εάν τώρα αυτά τα προϊόντα βρίσκουν μέσω των Ελληνικών εστιατορίων το δρόμο τους προς τα διεθνή ράφια με τις ίδιες τιμές και λοιπές συνθήκες πώλησης (δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην πράξη σήμερα και κακοποιούνται κυριολεκτικά – πρόκειται ουσιαστικά για «κανιβαλισμό», αφού οι νέες πωλήσεις αφαιρούνται από τις παλαιότερες και μάλιστα με χειρότερες συνθήκες πώλησης), τότε δημιουργούνται ουσιαστικά νέες μονοπωλιακές niche markets, συμπληρωματικές (και αλληλοεξαρτούμενες) των υφισταμένων.

Τόσο στη μία (εσωτερικό), όσο και στην άλλη πλευρά (εξαγωγές), η αστάθεια του περιβάλλοντος εξουδετερώνεται και οι επιχειρήσεις δρουν σε ένα τυπικά σταθερό περιβάλλον. Ο ανταγωνισμός είναι πλέον μεταξύ τους (μονοπωλιακός ανταγωνισμός), αφορά τον ορθολογισμό των δικών τους λειτουργιών, «περνάει» από το χέρι τους και το επιχειρησιακό «περιβάλλον» παραμένει σχετικά σταθερό, αφού είναι κοινό μεταξύ τους.

Μοναδική αλλά σημαντική εξαίρεση είναι δυστυχώς οι «οριακές» διαδικασίες που τυχόν επικρατούν, όπως η ανεξέλεγκτη διαφθορά, οι κακού τύπου δικτυώσεις και διασυνδέσεις ή οι όποιες άλλες τέτοιες «ιδιαιτερότητες».

Β. Βιλιάρδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου